Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Ο Φώτης Κόντογλου περιγράφει με τον δικό τού μοναδικό τρόπο την Ρωμανία και τον προστάτη Άγιο μου Pallida Mors Sracenorum

 

O Φώτης Κόντογλου αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα του σύγχρονου Ελληνικού πολιτισμού. Με τον δικό του εξαιρετικό τρόπο περιγράφει το απόγειιον του Ελληνισμού. 

 του εβδομαδιαίου ηλεκτρονικού περιοδικού MytilenepressContact : survivorellas@gmail.com-6945294197). Συντακτική ομάδα του MytilenepressΟfficial website The Times of Voulgaroktonos

ΔΙΝΩ ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΜΕΣΟ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΑΚΗ. ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΕΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΗ. ----  

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ MYTILENEPRESS ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Δεν ήταν τυχαία ιστορικά γεγονότα ότι ο Τίμιος Σταυρός βρέθηκε για πρώτη φορά επί βασιλείας του Αγίου Κωνσταντίνου, όταν παραχωρήθηκε η Ρωμαϊκή εξουσία στους Έλληνες και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα από τον πρώτο Έλληνα αυτοκράτορα που ανέβηκε στον Ρωμαϊκό θρόνο. της Κωνσταντινουπόλεως. 

Τα δύο αυτά μεγίστης-παγκόσμιας σημασίας γεγονότα δείχνουν ότι οι αναγεννημένοι από την Ορθοδοξία Έλληνες, είχαν την ευλογία και την απόλυτη στήριξη του Χριστού να διοικήσουν την παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για να διδάξουν τον Θεό-Δημιουργό του Μέγα Αριστοκλή και τον Ελληνικό πολιτισμό στα έθνη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αναγεννημένοι από την Ορθοδοξία Έλληνες είχαν την ευλογία και την απόλυτη στήριξη του Θεού να διοικήσουν την παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για να διδάξουν τον Ελληνικό πολιτισμό-Ορθοδοξία στα έθνη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.     

 Όταν αρνήθηκαν οι Ιουδαίοι τον Σωτήρα-Λυτρωτή Χριστό, τον αποδέχτηκαν οι Έλληνες των πρωτοχριστιανικών αιώνων και του μεσαίωνα, οι οποίοι έκαναν τον Ιουδαϊκό Χριστιανισμό Ελληνικό. Για αυτό οι πρόγονοι μας από σκλάβοι έγιναν διοικητές του Ρωμαϊκού κράτους.              

Όταν αρνήθηκαν οι Ισραηλίτες τον  Χριστό, τον αποδέχτηκαν οι Έλληνες των πρωτοχριστιανικών αιώνων και του μεσαίωνα, οι οποίοι έκαναν τον Ιουδαϊκό Χριστιανισμό Ελληνικό. 

Για αυτό οι πρόγονοι μας από σκλάβοι έγιναν διοικητές του Ρωμαϊκού κράτους. Η ίδρυση της παγκόσμιας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Ιουδαίους ένωσε όλη την οικουμένη.  Αυτό έφερε την υποταγή των εθνών, κατάργησε τα σύνορα στην Μεσόγειο, Ευρώπη, Μικρά Ασία. Βόρεια Αφρική, Συρία, Ισραήλ σχημάτισε την πατρίδα που γεννήθηκε η Ελληνορθοδοξία και δημιούργησε τις προυποθέσεις για την απελευθέρωση του Ελληνικού έθνους, το οποίο έφτασε στο απόγειο του, με την ανάληψη διοικήσεως του Ρωμαϊκού κράτους. Οι Έλληνες των μεσαιωνικών αιώνων μέσα από την ηθική, την πίστη και την παιδεία έγιναν κληρονόμοι μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας (Ρωμαϊκή) και μια παγκόσμιας θρησκείας (Χριστιανισμός). Ο Χριστιανισμός αναδύθηκε και έγινε παγκόσμια θρησκεία με την εισαγωγή των Πλατωνικών διδασκαλιών από τους τρεις ιεράρχες και η αρχαία Ελληνική σοφία διασώθηκε και διατηρήθηκε στους αιώνες μέσα από την ενσωμάτωση της στην Ορθόδοξη-Χριστιανική πίστη. Κυριολεκτικά ο Ελληνισμός αναστήθηκε από την Ορθοδοξία.

Ότι είμαστε ως έθνος το οφείλουμε στον Χριστό, τον Άγιο Κωνσταντίνο, την Αγία Ελένη, τον Μέγα Αριστοκλή, τον Ηρόδοτο και στους τρεις Ιεράρχες. Στο σημείο αυτό να περάσουμε να δούμε τι αναφέρει σχετικά ο Φώτης Κόντογλου για την αυτοκραοτρία του Βοσπόρου : 

"Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τὸ Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Ὄχι μοναχὰ ἡ ἀρχαία πολιτεία, μὰ κι ἡ καινούργια, ὡς τοῦ σουλτὰν-Χαμὶτ τὰ χρόνια. Εἶχα γνωρίσει ἕναν χριστιανὸ Ἀνατολίτη κοσμογυρισμένον, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, στὴ Λόντρα, στὸ Παρίσι, στὴ Ρώμη, στὴ Νέα Ὑόρκη. «Ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες πολιτεῖες, μοῦ ἔλεγε, εἶναι σπουδαῖες, μὰ σὰν τὴν Κωνσταντινόπολη δὲν ὑπάρχει ἄλλη στὴν οἰκουμένη, κι οὔτε βρίσκεται στὸν ντουνιὰ τέτοια ἐπίσημη ἀρχοντικιὰ καὶ βασιλικὴ πολιτεία».

Στὰ χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα Πόλις» θὰ εἶχε μιὰ ἐξωτικὴ κι ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στὴ βλογημένη αὐτὴ ἀφεντοπολιτεία. 

Στὴ μέση στεκότανε, σὰν ἥλιος, ἡ Ἁγιὰ Σοφιά, καὶ γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες μὲ τοὺς χρυσοὺς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, ποὺ λὲς καὶ γυρίζανε γύρω στὸν ἥλιο. Δὲν φαινόντανε πὼς ἤτανε κτίρια κανωμένα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν νὰ κατεβήκανε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σταθήκανε ἀπάνω στὴ γῆ. Κι ἀπὸ μέσα ἤτανε καταστολισμένες μὲ ψηφιά, μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα, μὲ σμάλτα, μὲ ζωγραφιές, ποὺ θαρροῦσε κανένας πὼς μπαίνει σὲ οὐράνια παλάτια. Εἴχανε δίκιο οἱ παλιοὶ Κινέζοι ποὺ λέγανε πὼς αὐτὰ τὰ κτίρια ἤτανε «κάποια παλάτια μεγάλα καὶ λαμπερά, ποὺ ἀπὸ μέσα μοιάζανε σὰν τὰ χρυσὰ φτερὰ τοῦ φασιανοῦ τὴν ὥρα ποὺ πετᾶ».

Ἀνάμεσα στὶς ἀκαταμέτρητες ἐκκλησιές, στὰ παλάτια καὶ στὰ μοναστήρια, ποὺ σκεπάζανε ἀνεξερεύνητα μυστήρια, ἤτανε χτισμένα τὰ σπίτια καὶ τὰ ἀμέτρητα παζάρια ποὺ μερμήγκιαζε ὁ κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τὰ χάνια, τὰ μαγαζιά, φωλιὲς γεμάτες ζωὴ καὶ κίνηση. Ἐδῶ κι ἐκεῖ πρασινίζανε κάποια περιβόλια μὲ ψηλὰ δέντρα μέσα στὴν πολιτεία, μὰ ἕνα γύρω τὴ ζώνανε, σὰν ὁλόδροσο στεφάνι, ἀνθισμένοι κῆποι, δάση μὲ πλατάνια, μὲ δρῦς, μὲ κυπαρίσσια, μὲ καβάκια (λεῦκες), ποὺ ρίχνανε τὸν πυκνὸ ν ἴσκιο τους ἀπάνω σὲ ξωτικὰ κιόσκια, σὲ βρύσες μὲ κρυσταλλένια νερά, ἐνῶ ἀπὸ παντοῦ χλιμιντρούσανε χαρούμενα τὰ λυγερὰ ἄτια (ἄλογα) τῆς Ἀνατολῆς, κι ἀκουγόντανε κάτι τραγούδια ποὺ μοιάζανε μὲ ψαλμῳδίες. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια.

Μὰ σὰν γύριζε κανένας τὴ ματιά του κατὰ τὴ θάλασσα, εὐφραινότανε ἀκόμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ πανόραμα. Ὁ Βόσπορος, αὐτὸς ὁ ἐξαίσιος θαλασσινὸς ποταμός, δρόσιζε μὲ τὰ νερά του τὰ πόδια τῆς πολιτείας, ρεματίζοντας ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὴ καὶ στὴν καταπράσινη Ἀνατολή, μὲ τὴ Χρυσούπολη καὶ μὲ τὰ παλάτια ποὺ παραθερίζανε οἱ Κωνσταντινουπολίτες. Ὅπου νὰ στεκότανε ἄνθρωπος ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μαγικὸ θέαμα, τὶς ἥμερες ἀκρογιαλιὲς τοῦ μπογαζιοῦ ἀνάμεσα στὰ δέντρα ποὺ βουΐζανε ἀπὸ τὸ γλυκὸ φύσημα τ᾿ ἀγεριοῦ. Ἀκαταμέτρητο πλῆθος ἀπὸ καράβια λογιῶν λογιῶν, ἀπὸ βάρκες, ἀπὸ μαοῦνες, ἀπὸ καΐκια, ἀπὸ μπιαντάδες, ἀρμενιζανε παντοῦ, ἄλλα μὲ πανιὰ κι ἄλλα μὲ κουπιά. Τὰ λιμάνια ἤτανε γεμάτα ἀπὸ καράβια ἀραγμένα στοὺς μόλους ἢ φουνταρισμένα ἀνοιχτά. Κάστρα θεόρατα, τρίδιπλα κι ἀκατάλυτα, ζώνανε τὴν ἀξετίμητη πολιτεία, ἀπὸ στεριὰ κι ἀπὸ θάλασσα, μὲ χίλιες καστρόπορτες, μ᾿ ἀμέτρητες τάμπιες καὶ πύργους, ὅλα ἀρματωμένα καλὰ μὲ στρατό, μὲ βάρδιες ποὺ ξαγρυπνούσανε.

Τὸ Σαββατόβραδο, κατὰ τὸ δειλινό, ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ἀπὸ τὴ γλυκειὰ βουὴ ποὺ κάνανε χιλιάδες καμπάνες καὶ ποὺ ἀνέβαινε σὰν ψαλμωδία ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη πολιτεία, ἀπὸ τὴ Νέα Σιών, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Πανηγυρικὴ μεγαλοπρέπεια! Μοναχὰ τὸ Βυζάντιο κατέβασε στὴ γῆ τὴν οὐράνια ἁρμονία.

Γιὰ τοὺς Βυζαντινούς, ἡ πατρίδα τοὺς ἤτανε ἡ Κιβωτὸς τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, καὶ εἴχανε πόθο νὰ τραβήξουνε μέσα σ᾿ αὐτὴ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, καὶ νὰ τὰ σώσουνε φωτισμένα ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό, ἕνας αὐτοκράτορας μιλώντας στοὺς στρατηγούς του ποὺ πηγαίνανε νὰ πολεμήσουνε καταπάνω σὲ βάρβαρους λαούς, τοὺς παράγγελνε νὰ φέρνονται μὲ εὐσπλαγχνία στοὺς νικημένους καὶ νὰ μὴν τοὺς βιάζουνε νὰ πληρώνουνε φόρους. «Ἐμεῖς, ἔλεγε, δὲν θέλουμε νὰ σκλαβώσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἡ δόξα μας κι ἡ τιμή μας εἶναι νὰ γίνουνε εὐτυχισμένοι κι ἐλεύθεροι μαζί μας». Ὅσοι ἀλλόθρησκοι πηγαίνανε στὴν Πόλη ἀπὸ ξένες χῶρες ἀπορούσανε πὼς γινότανε οἱ χριστιανοί, ποὺ εἴχανε τέτοια πλούσια καὶ μεγαλόπρεπη πολιτεία, νὰ λατρεύουνε γιὰ θεό τους ἕναν ταπεινόν, τυραννισμένον, καρφωμένον ἀπάνω σ᾿ ἕνα ξύλο, ἐνῷ περιμένανε νὰ δοῦνε νὰ προσκυνᾶνε κάποιο εἴδωλο χρυσοντυμένο, μὲ περήφανη ὄψη, μὲ κορμὶ γίγαντα.

Στὸ Βυζάντιο ἡ θρησκεία βασίλευε ἀπάνω σὲ ὅλα. Μὲ ὅλη τὴ ζωηρὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε οἱ Βυζαντινοὶ στὰ ἐγκόσμια, ἡ σκέψη τους κι ἡ καρδιά τους ἤτανε πάντα γυρισμένη στὴν ἄλλη ζωή, στὴν αἰώνια ζωή. Στὸ νοῦ τους εἴχανε μέρα νύχτα τὰ λόγια του Παύλου: «Οὐ γὰρ .εχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Τούτη ἡ ἀφοσίωση στὴ μέλλουσα ζωή, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔκανε ὥστε καὶ τὸ σύστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους νὰ πάρει κάποιον χαρακτῆρα αἰωνιότητας, σὰν μιὰ ἀτελὴς προεικόνιση «ἐκείνου τοῦ καινοῦ αἰῶνος, τοῦ θαυμαστοῦ». Ὄχι μοναχὰ τὰ θρησκευτικὰ αἰσθήματά τους, μὰ καὶ τὰ κοσμικά, εἴχανε χαρακτῆρα λειτουργικόν. 

Γιὰ ὅποιον εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει καλὰ τί εἶναι αὐτὸ τὸ «λειτουργικό», ποτὲς ἄλλη φορὰ ἡ ὁμαδικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔφταξε σ᾿ ἕνα τέτοιο πνευματικὸ ὕψος. Ὅσοι θελήσανε καὶ θέλουνε νὰ κρίνουνε τὸ Βυζάντιο μὲ τὸν συνηθισμένον χονδροειδῆ ἀντιπνευματικὸν τρόπο καὶ μὲ τὶς γνωστὲς ἀνόητες εὐφυολογίες, καὶ νὰ τὸ γελοιοποιηθοῦνε σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ὀνομάζουνε «βυζαντινισμὸ» κάθε ἀφηρημένη συζήτηση καὶ οὐτοπία, αὐτοὶ φανερώνουνε μ᾿ αὐτὸ πόσο ἀνίδεοι εἶναι ἀπὸ ἀληθινὴ πνευματικότητα, μὲ ὅλους τοὺς ψεύτικους τίτλους τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης ποὺ εἶναι στολισμένοι.

Τὸ Βυζάντιο εἶναι πολὺ λεπτὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ πιάσουνε τὰ χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ θρησκεία, ἀνάμεσα στὰ ψεύτικα καὶ ἐλεεινὰ παραμορφωμένα ὁμοιώματά της, ποὺ τὰ φτιάξανε λαοὶ βάρβαροι καὶ ὑλιστές, ἀνίκανοι νὰ τὴν καταλάβουνε καὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦνε. Γιὰ τοῦτο, τὸ Βυζάντιο κρίνεται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου ὅπως κρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. σὰν μωρία, μπροστὰ στὴ δική τους γνώση, κι ἡ γνώμη τους ἴσια-ἴσια, πὼς τὸ Βυζάντιο εἶναι «μωρία», πιστοποιεῖ πὼς ἀληθινὰ στάθηκε ἡ Νέα Σιών, ἡ ἔμψυχος κιβωτός, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὴ φυλάχθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους πὼς θὰ γίνουνε τέκνα του, καὶ «ἡ μακαρία ἐλπὶς τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ὅσο νοιώσανε οἱ ὑλικοὶ ἄνθρωποι τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γιὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἄλλο τόσο νοιώσανε κι οἱ ἱστορικοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες τῆς κοσμικῆς γνώσης, «οἱ συζητηταὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, τί εἶναι τὸ Βυζάντιο.

Νά, τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ψεύτικη σοφία τους καὶ γιὰ τὴν ἀληθινή του Θεοῦ: «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενωμένα ἐξελέξατο ὁ Θεὸς καὶ τὰ μὴ ὄντα (τὶς οὐτοπίες καὶ τὶς θρησκοληψίες), ἵνα τὰ ὄντα (τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, τὸν ὀρθολογισμό, καὶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση) καταργήσῃ». «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τὸν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων. 

Ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν τοῦ θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν». (Νομίζει κανεὶς πὼς αὐτὰ τὰ λόγια τὰ λέγει τὸ Βυζάντιο). «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω. Εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός. Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου, μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». «Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ. Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί. Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι».

Ἀπάνω στὸ Βυζάντιο ἤτανε γραμμένος ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίῳ καυχάσθω». Ὅλες οἱ καρδιές, ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ ὡς τὸν πιὸ φτωχὸν καντηλανάφτη ἡ βαρκάρη, ἡ στρατιώτη ἢ ξωχάρη, αὐτὰ τὰ λόγια εἴχανε μέσα. Ἡ προσευχὴ ἤτανε ἡ ζωή τους. Κι ἡ τυπικὴ ἀκόμα εὐσέβεια σὲ κάποιους αὐτοκράτορες ἢ ἄρχοντες, δείχνει πὼς ὑποταζόντανε στὸν πνευματικὸ νόμο τῆς θρησκείας κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤτανε σὲ θέση νὰ τὸν νοιώσουνε καὶ νὰ εὐφρανθοῦνε ἀπὸ τὴ γλυκύτητα «τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲ μπορούσανε νὰ νικήσουνε τὴ φυσικὴ κακία τους, ἤτανε εὐλαβεῖς, ἕνα πρᾶγμα παράδοξο.

Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔκανε κάθε μέρα τὴν προσευχή του, καὶ στὸν πόλεμο φοροῦσε ἀπὸ μέσα, κάτω ἀπὸ τὸν θώρακά του ἕνα παλιόρασο τοῦ θείου του ἀσκητῆ Γεωργίου τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ ποὺ εἶχε ἁγιάσει, γιὰ νὰ τὸν φυλάγει. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς ὅποτε ἤτανε νὰ πάγει σὲ καμμιὰ ἐκστρατεία, ἔβαζε τὰ πολεμικὰ σχέδιά του κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, κι ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε γονατιστὸς ἀπάνω στὰ σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὸ πρωὶ ἔπαιρνε τὸ σχέδιο ποὺ ἔβγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα τῆς ἁγίας Τράπεζας, γιατὶ πίστευε πὼς τοῦ τὸ ἔδινε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς γονάτιζε σὰν παιδὶ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας παρακαλώντας μὲ δάκρυα νὰ τοῦ δώσει ὁ θεὸς ἕναν ἄγγελο φύλακα ποὺ νὰ τὸν φωτίζει κατὰ τὸν πόλεμο.

Ὅσο σφίγγεται τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κι ὅσο ἡ ψυχὴ ὑποφέρνει καὶ πονᾷ, τόσο γυρίζει τὰ μάτια του κατὰ τὸν οὐρανό. Ὁ βασιλιὰς Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις σύνθεσε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα στὴν Παναγία, ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ συντριβή, ταπείνωση καὶ πίστη. Ὁ Λέων ὁ Σοφὸς ἐποίησε τὰ ἐξαίσια Ἑωθινὰ ποὺ τὰ ψέλνουνε στὸν Ὄρθρο κάθε Κυριακὴ κι ὁ γυιός του Κωνσταντῖνος φιλοτέχνησε τὰ Ἐξαποστειλαρια. Κι ἄλλοι πολλοὶ βασιλιάδες ψέλνανε ἢ ὑμνογραφούσανε. Ἄλλα κι οἱ ὁμιλίες ποὺ κάνανε στοὺς στρατιῶτες καὶ στὸν λαό, εἴχανε κι ἐκεῖνες ὕφος θρησκευτικὸ κι ἤτανε γεμάτες εὐλάβεια καὶ πίστη. Ὁ πικραμένος λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ τελευταῖος βασιλιὰς τοῦ Βυζαντίου, Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ἤτανε σὰν νεκρώσιμο τροπάρι. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ προεικόνιση ἀπάνω στὴ γῆ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅσο ἤτανε δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια μέσα στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς.

Σὰν μπήκανε οἱ Σταυροφόροι σ᾿ αὐτὴ τὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δὲν καταλάβανε τίποτα ἀπὸ τὸν μυστικὸν πλοῦτο ποὺ ἔκλεινε μέσα της, μ᾿ ὅλο ποὺ λεγόντανε Χριστιανοί. Αὐτοὶ θαμπωθήκανε ἀπὸ «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς παροψίδος», ἀπὸ τὰ κτίρια, ἀπὸ τὰ πλούτη της, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα ποὺ κρύβανε ἀπὸ κάτω τους τὰ πνευματικὰ μυστήρια, ὅπως ἡ στολὴ τοῦ ἀρχιερέως συμβολίζει, μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὶς πολύτιμες πέτρες, τὴν πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια τῆς λατρείας. Ἐκεῖνοι οἱ βάναυσοι τυχοδιῶκτες κυττάζανε μὲ λαιμαργία τὰ ἀκριβὰ στολίσματα τῆς Πόλης, καὶ θέλανε νὰ τ᾿ ἁρπάξουνε γιὰ νὰ τὰ φᾶνε.

Ποῦ νὰ καταλάβουνε πὼς ἐκείνη ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἤτανε ἐκκλησιὰ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Κανωμένη κατὰ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ποὺ τὸν στόλισε μὲ ὅ,τι ἀκριβὸ καὶ θαυμαστὸ εἶχε ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τιμήσει τὸν Θεό. Ποῦ νὰ καταλάβουνε ἐκείνη τὴν ἀρχιτεκτονική, ἐκείνη τὴν ἁγιογραφία, τὰ σκεύη, τὴν ψαλμῳδία, τὴν ὑμνῳδία, ποὺ ὅλα ἤτανε ἦχοι ποὺ βγαίνανε ἀπὸ σάλπιγγες πνευματικές. Αὐτοὶ ἅρπαξανε τὰ μαλάματα, τὰ δισκοπότηρα, τ᾿ ἀρτοφόρια, τὰ ἄμφια, τὰ καπάκια ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ἀκόμα καὶ τὰ χρυσὰ ψηφιὰ ἀπὸ τοὺς τοὺς τοίχους. Τὰ βιβλία, ποὺ εἶχε μυριάδες, τὰ κυττάζανε μὲ ἀπορία, σὲ τί θὰ μπορούσανε νὰ χρειασθοῦνε, καὶ τὰ πετούσανε. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ ἐξαίσια εἰκονίσματα, ἔργα ἀξετίμητα, τὰ καίγανε ἀπὸ φανατισμό, ἢ λιανίζανε κρέας ἀπάνω τους. Τέτοιος εἶχε καταντήσει ὁ Χριστιανισμὸς σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὑλόφρονες βαρβάρους, ποὺ καταβρωμίζανε τὴν πηγὴ ἀπ᾿ ὅπου τὸν πήρανε.

Ύστερα ἀπὸ αἰῶνες οἱ ἀπόγονοί τους ἡμερέψανε, χτίσανε μεγάλες πολιτεῖες, ἀνοίξανε πανεπιστήμια, κάνανε βιβλιοθῆκες, μουσεῖα, ἀκαδημίες. Μὰ μὲ ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε πάλι τί εἶναι τὸ Βυζάντιο, ὄχι στὴν ἐξωτερική του δψῆ, ἀλλὰ στὴ βαθειὰ οὐσία του, τὴν πνευματική. Γι᾿ αὐτοὺς εἶναι κεκλεισμένη ἡ Πύλη ἡ κατὰ Ἀνατολάς. Γιατὶ ἐργάζονται «διὰ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», ἐπειδή, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, «ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ». Ἐρευνοῦν ἐξωτερικὰ μὲ «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτῶν», χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ πᾶνε πιὸ βαθειὰ ἀπ᾿ ὅ,τι νοιώθουνε οἱ σαρκικὲς αἰσθήσεις. Δὲν ἔχουνε «πνευματικὸν ὀφθαλμόν, οὔτε πνευματικὸν οὖς» καὶ «ψηλαφοῦσι τοῖχον ἐν τῷ σκότει». 

Οὔτε κὰν ὑποπτεύονται, μέσα στὴν ἀλαζονεία τους, πὼς ὑπάρχει τίποτα «τὸ τιμιώτατον», κάτω ἀπὸ τὴν ταφόπετρα ποὺ τὴν ψάχνουνε καὶ ποὺ τὴ μελετοῦνε μὲ τὸ ἐγκόσμιο σύστημά τους. Δὲν ἔχουνε αὐτὶ γιὰ νὰ ἀκούσουνε «τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς τοῦ Πνεύματος», ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ νεκρὰ καὶ ξερὰ κόκκαλα ποὺ σκαλίζουνε σὰν τυμβωρῦχοι.

Ἕνας ἅγιος γράφει: «Αἰσχρόν ἐστι τοὺς φιλοσάρκους περὶ τῶν πνευματικῶν πραγμάτων ἐρευνῆσαι, ὥσπερ καὶ πόρνην περὶ σωφροσύνης λαλῆσαι. Οἱ ἔχοντες τὴν πεποίθησιν αὐτῶν ἐν τοῖς σαρκικοῖς, οἱ τοιοῦτοι ὡς ἐν νυκτομαχίᾳ διάγουσι, καὶ σκότος ψηλαφοῦσιν, ἔξωθεν ὄντες τῆς χώρας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός. Ἐκείνη γὰρ ἡ χώρα τοῖς ἀγαθοῖς καὶ ταπεινόφροσι, καὶ τοῖς καθαρίσασι τὰς ἑαυτῶν καρδίας κεκλήρωται».

Τὸ Βυζάντιο εἶναι ὅπως «ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ,ἡ ἐντὸς ἡμῶν κεκρυμμένη. Αὐτὴ ἡ χώρα νεφέλη ἐστὶ τῆς δόξης τοῦ θεοῦ, εἰς ἣν μόνον οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ εἰσελεύσονται τοῦ θεάσασθαι τὸ πρόσωπον τοῦ Δεσπότου καὶ καταυγασθῆναι τοὺς νόας αὐτῶν διὰ τῆς ἀκτῖνος καὶ λαμπηδόνος τοῦ φωτὸς Αὐτοῦ». 

Εκτός από την γενική περιγραφή του Imperium Romanum του Βοσπόρου ο Κόντογλου γράφει για το πανάρχαιο και διαχρονικό μίσος των Γερμανών, με αφορμή την επίσκεψη του Λιουτπράνδου στην Κωνσταντινούπολη επί Νικηφόρου Β Φωκά : 

"Δεν ήτανε πια βασιλιάς ο καλοκάγαθος Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αλλά ένας σκληρός πολεμιστής, ο Νικηφόρος Φωκάς, που δεν χάριζε κάστανα, κι ούτε έπαιρνε από αλεπουδοευγένειες. Ήτανε από την Καππαδοκία, ψημένος από τα νιάτα του στα πολεμικά, στρατηγός κι ασκητής. Απ’ όξω φορούσε χρυσά άρματα, κι από μέσα, κατακρέατα, φορούσε ένα ράσο από γιδότριχα, και δεν κοιμότανε στο χρυσό βασιλικό κρεβάτι με το μαλαματένιο κουβούκλιο και με τα πετράδια, αλλά απάνω σε μια προβιά από τίγρη, στρωμένη σε μια γωνιά, τυλιγμένος στην παλιοκάπα του, μέσα στο απέραντο παλάτι του Βουκολέοντος.

Είχε δώσει χιλιάδες φλουριά στον πνευματικό του, τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, για να χτίσει ένα μοναστήρι στο Όρος, κι αυτός έχτισε ένα κάστρο σωστό, τη Μεγίστη Λαύρα, και σ΄αυτήν είχε σκοπό να καλογερέψει, γυρίζοντας από τον πόλεμο. Μα ο ένας πόλεμος τέλειωνε κι ο άλλος άρχιζε, χωρίς να βρει καιρό ν’ αποτραβηχτεί από τον κόσμο. Είχε πάρει πίσω την Κρήτη από τους Σαρακηνούς, καθώς και τη Συρία και τη Μεσοποταμία, νίκησε τον εμίρη του Χαλεπιού, κι ετοιμαζότανε να κάνει κι άλλον πόλεμο. Στην εκστρατεία κοιμότανε απάνω στις πέτρες, και δε σκεπαζότανε με τα μεταξωτά παπλώματα, αλλά τυλιγότανε μέσα σ’ ένα παλιόρασο του Θωμά του Μαλεϊνου, που άγιασε μέσα σε μια σπηλιά.

Από τη μέρα που πέθανε ο γιος του, νήστευε και δεν δεχότανε γυναίκα κοντά του. Ύστερα από χρόνια άρχισε να τρώγει λίγο κρέας. Ωστόσο, σαν να ’τανε καμωμένος από σίδερο και δεν κατέβαινε από τ’ άλογο, λες κι ήτανε κανένας κένταυρος, τόσο που τα ποδάρια του στραβώσανε και λιγνέψανε με το να σφίγγει ολοένα την κοιλιά τ’ αλόγου. Πολύ λίγο καιρό εζούσε κάτω από σκεπή. Μόλις έπιασε να φεύγει από το πρόσωπό του η μαυρίλα του ήλιου μέσα στο παλάτι, τον σκότωσε ένας άλλος σκληραγωγημένος στρατιώτης, ο αρμένης Γιάννης Τσιμισκής, που πηδούσε έξι άλογα αραδιασμένα, και γίνηκε αυτός βασιλιάς.

Ο Λιουτπράνδος λοιπόν δεν ευρήκε αυτά που έλπιζε, κι ολοένα γρίνιαζε κι έβριζε τους Γραικούς, και πιο πολύ τον βασιλιά, που δεν του έκανε την υποδοχή που περίμενε, γιατί λογάριαζε τον Όθωνα για έναν τυχοδιώκτη βάρβαρο, που ήθελε ν’ αρπάξει την Ιταλία από τη θεοσκέπαστη βασιλεία της Κωνσταντινούπολης. Ο κακόμοιρος ο Φράγκος, κοντά στ’ άλλα, ήτανε κι άρρωστος από το στομάχι του. Γράφει λοιπόν στ’ αφεντικά του, στον Όθωνα και στη γυναίκα του Αδελαϊδα:

Φτάξαμε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Ιουνίου και μας υποδεχτήκανε, για να σας ντροπιάσουνε, με μεγάλη περιφρόνηση. Με κλείσανε σ’ ένα παλάτι, αληθινά πολύ μεγάλο, πλην εκεί μέσα έκανε ένα κρύο και μια ζέστη ανυπόφορη. Ήτανε και τόσο μακριά από το βασιλικό παλάτι, που λαχάνιαζα ώς να πάγω εκεί πέρα, γιατί δεν πήγαινα καβάλα, αλλά με τα πόδια”. Ό,τι βλέπει στην πόλη, του φαίνεται στραβό και κουτσό μπροστά στα δικά τους, ακόμα και τ’ άλογα και τα γαϊδούρια. Αφού λέγει ένα σωρό κατηγόριες, να τι γράφει για τον βασιλιά:

Στις 7 Ιουνίου, τη μέρα της Πεντηκοστής, με μπάσανε σε μια μεγάλη αίθουσα, που τη λένε αίθουσα του στέμματος. Εκεί καθότανε ο Νικηφόρος, ένας άνθρωπος με όψη αγριωπή, που ’μοιαζε σαν κοντοπίθαρο, με μια χοντρή κεφάλα, με κάτι μικρά μάτια σαν ασπάλακας, με γένια πυκνά και κοντά, λίγο σταχτιά σαν τ’ αλατοπίπερο, άσκημος και μακρολαίμης. Τα μακριά και πυκνά μαλλιά του τον δείχνουνε ίδιο αγριογούρουνο, το χρώμα που έχει το πρόσωπό του τον κάνει να μοιάζει σαν Αιθίοπας· να μη σου τύχει να τον δεις τα μεσάνυχτα! Βάλε κοντά σ’ αυτά μια κοιλιά πρησμένη, κάτι μεριά πολύ μακριά αναλόγως το μπόγι του, κάτι γάμπες κοντές, κάτι φτέρνες και κάτι ποδάρια ακανόνιστα. Ήτανε ντυμένος μ’ ένα ρούχο ακριβό κι επίσημο, μα πολύ παλιό, ξεθωριασμένο και πολυφορεμένο. 

Η κουβέντα του ήτανε απότομη κι η ματιά του σαν της πονηρής αλεπούς. Ήτανε ένας Οδυσσέας γεμάτος πονηριές. Εσείς, αφεντάδες μου και βασιλιάδες μου, μου φανήκατε πάντα έμορφοι, μα τώρα πόσο πιο έμορφοι μου φαινόσαστε! Πάντα μεγαλόπρεποι, μα τώρα πόσο πιο μεγαλόπρεποι μου φαινόσαστε! Πάντα δυνατοί, μα τώρα πόσο πιο δυνατοί!…” – κι έτσι τραβά η δοξολογία. 

Άλλοι του καιρού εκείνου παριστάνουνε το Φωκά πως ήτανε μεν άσκημος, αλλά πολύ επιβλητικός, καβάλα απάνω στ’ άγριο τ’ άλογό του. Οι στρατιώτες τον θαυμάζανε και τον αγαπούσανε και του ’χανε βγάλει τραγούδια, που τα τραγουδούσανε από τη Μαύρη Θάλασσα ίσαμε τη Μεσοποταμία. Είχε γίνει μαύρος σαν αράπης, από τις μακρινές ερημιές που ’χε περάσει σε είκοσι πολέμους οπού ’χε κάνει και που ήτανε νικητής.

Ο Λιουτπράνδος γράφει παρακάτω: “‘Θα ’πρεπε, κι αυτό ήταν κι η δική μας επιθυμία, να σε υποδεχτούμε με τιμή και με αγάπη’, άρχισε να λέγει ο βασιλιάς, ‘μα δεν μπορούσε να γίνει έτσι’. Κι ύστερα, με φωνή θυμωμένη, μου λέγει: ‘Έξήγησέ μου, γιατί ο αφέντης σου μπήκε μέσα στα σύνορα της βασιλείας μου, και χάλασε τις χώρες μας με τη φωτιά και με το σπαθί; Ήμαστε φίλοι και σκοπεύαμε να δέσουμε μια συμμαχία, κάνοντας ένα συμπεθεριό’. ‘Η χώρα που τη λογαριάζεις για ένα κομμάτι του βασιλείου σου’, του αποκρίθηκα, ‘είναι κι από το αίμα κι από τη γλώσσα της χτήμα εκείνου που εξουσιάζει την Ιταλία. Κι έπρεπε να χρωστάς χάρη στον αφέντη μου, που σου άφησε αυτή τη χώρα, αφού πήρε με τ’ άρματα την Ιταλία και τη Ρώμη’”.

Ύστερα είπε στον Φωκά πως ήρθε για να ζητήσει σε γάμο τη βασιλοπούλα για τον γιο του αφέντη του, για να γίνουνε φίλοι: Τότε ο Νικηφόρος μου έκοψε την κουβέντα και μου ’πε: ‘Είναι περασμένες οι δυο, κι είναι ώρα να πάγω στην παράταξη. Ας κάνουμε αυτό που μας καλεί η τάξη, και θα δώσουμε απόκριση στα λεγόμενά σου στον πρεπούμενον καιρό’”. Κατόπι ιστορίζει την παράταξη και τα βρίσκει όλα στραβά κι ανάποδα.

Σαν φάνηκε”, γράφει, “ο Νικηφόρος καβάλα στ’ άλογο ίδιος μ’ ένα έκτρωμα γαντζωμένο, οι ψαλτάδες ψέλνανε δυνατά: ‘Να τ’ άστρο της αυγής! Ο ήλιος που βγαίνει από την ανατολή! Ο θάνατος των Σαρακηνών Νικηφόρε Φωκά αυτοκράτορα! Του αυτοκράτορα Νικηφόρου πολλά τα έτη!’Πόσο πιο καλά και πιο σωστά θα λέγανε ‘Κούτσουρο καρβουνιασμένο, γέρο ξεκουτιασμένε, άσκημε, παραλυμένε, μαλλιαρέ αγριάνθρωπε, βουνίσιε, γενάτε και χοντρομαθημένε Καππαδόκη’”.

Την ίδια μέρα ο βασιλιάς τον προσκάλεσε στο γιορταστικό τραπέζι που θα γινότανε στο Τρίκλινο με τα δεκαεννιά τραπέζια, που τρώγανε ξαπλωμένοι στα μιντέρια. Τα μαχαιροπίρουνα, τα πιάτα, τα κανάτια, τα ποτήρια ήτανε όλα από καθαρό χρυσάφι. Τα πιο έμορφα οπωρικά σερβιριζόντανε μέσα σε κούπες χρυσές, απάνου σε κάτι σκαλιστά αμαξάκια. Όση ώρα τρώγανε, τραγουδούσανε τα παιδιά του παλατιού. Μα ο φράγκος δεσπότης ήτανε νευριασμένος κι όλο χολή έσταζε από το στόμα του. Ο βασιλιάς τον πήρε κοντά του κι άρχισε να του μιλά για στρατιωτικά ζητήματα· και τον ρώτησε πειραχτικά, γιατί οι στρατιώτες του Όθωνα δεν μπορέσανε να πάρουν το Μπάρι, μια μικρή πολιτεία. Θέλησα να του δώσω την απόκριση, μα μου ’κανε νόημα να σωπάσω και μου ’πε περιφρονητικά: ‘Εσείς δεν είσαστε Ρωμαίοι, είσαστε Λομπαρδοί’”.

Ο Λιουτπράνδος του αποκρίθηκε θυμωμένα – “κι ο Νικηφόρος με πρόσταξε με το χέρι του να σωπάσω, είπε να σηκώσουν το τραπέζι και σε μένα να πάγω στο καταραμένο σπίτι μου”. Σε κάποια άλλη γιορτή ήτανε πάλι ο Λιουτπράνδος, νευριασμένος και κακόκεφος, κατά τα συνηθισμένα, και καθότανε μουρμουρίζοντας, γιατί δεν τον βάλανε στην πρωτοκαθεδρία.

Ωστόσο”, λέγει, “ο άγιος βασιλεύς θέλησε να με βγάλει από τη στενοχώρια μου στέλνοντάς μου ένα αρχοντικό δώρο· μου ’στειλε από τα καλύτερα φαγητά του, κι ένα πιάτο αρνίσιο κρέας πολύ νόστιμο, από το ίδιο που ’χε φάγει και κείνος, μαγειρεμένο με εξαίσια τέχνη και με πολύ πιπέρι, με σκόρδο και με κρεμμύδι και με μια σάλτσα από ψάρι”. Μόλο που δεν ηύρε τίποτα σωστό ώς που έφυγε από την Πόλη, λέγει πως οι Γραικοί ζούσανε πλουσιοπάροχα."

Κλείνοντας την αναφορά μου στον Φώτη Κόντογλου κσθώς πλησιάζει ή Γέννηση του Χριστού  ας θυμηθούμε τι αναφέρει σχετικά με τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων 

“Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση που νοιώθει ο χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι. Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος, κατά τον αναβαθμό που λέγει: «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη τριαδική μονάδι, ιεροκρυφίως».

Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ η καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη από μια γλυκύτατη πνευματική φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα. Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη η φύση είναι «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού». 

Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιά του τέτοια χαρά, παρά μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεό και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζί με τον Θεό, γιατί κανένας άλλος από τον Θεό δεν μπορεί να δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατά τον λόγο που είπε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος».

Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου του κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτή την αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζί με τον Δαβίδ: «Εξαπόστειλον, Κύριε, το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου· και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου». 

Ας γιορτάσουμε λοιπόν κ’ εμείς, αδελφοί μου, τη Γέννηση του Χριστού «εν πνεύματι και αληθεία, εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς», και τότε και τ’ άλλα «προστεθήσεται ημίν», θα μας δοθούνε, ήγουν η χαρά του σπιτιού, της οικογένειας, της φύσης, της συναναστροφής, της αγνής διασκέδασης, γιατί όλα θα τα γλυκαίνει η αγάπη του Χριστού, και θα τα ζεσταίνει η θέρμη Εκείνου που είναι ο ζωοδότης.

Μέγα μάθημα της ταπείνωσης είναι για μας, αδελφοί μου, η Γέννηση του Χριστού. Πού γεννήθηκε; Μέσα σε μια φάτνη, σ’ ένα παχνί να πούμε καλύτερα, για να νοιώσουμε βαθύτερα την ανείπωτη συγκατάβαση του Θεού, γιατί τ’ αρχαία λόγια κάνουνε να φαίνουνται στα μάτια μας πλούσια και τα φτωχά πράγματα. Η μητέρα του, η υπεραγία Θεοτόκος, μακριά από το σπίτι της, ξένη σε ξένον τόπο, πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. Μαζί με τα νιογέννητα αρνιά λογαριάστηκε ο αμνός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ. Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση;

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει, στον Λόγο του για την Ταπεινοφροσύνη, τα παρακάτω εξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να λαλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, κ’ είμαι γεμάτος φόβο, σαν εκείνον τον άνθρωπο που ξέρει πως θα μιλήσει για τον Θεό. Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητας. 

Γιατί ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος, αυτή ντύθηκε, κ’ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας μ’ αυτή, παίρνοντας σώμα σαν το δικό μας. Κι όποιος τη ντύθηκε, αληθινά έγινε όμοιος μ’ Εκείνον, που κατέβηκε από το ύψος Του, και που σκέπασε την αρετή της μεγαλωσύνης Του και τη δόξα Του με την ταπεινοφροσύνη. Κι αυτό έγινε για να μην κατακαεί η κτίση από τη θωριά Του. Γιατί η κτίση δεν μπορούσε να τον κοιτάξει , αν δεν έπαιρνε ένα μέρος απ’ αυτή (το σώμα), κ’ έτσι μίλησε μ’ αυτή. Σκέπασε τη μεγαλωσύνη Του με τη σάρκα, και μ’ αυτή ήρθε σε συνάφεια μαζί μας, με το σώμα που επήρε από την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία. Ώστε, βλέποντάς τον εμείς πως είναι από το γένος μας και πως μας μιλά σαν άνθρωπος, να μην τρομάξουμε από τη θωριά Του. Γι’ αυτό, όποιος φορέσει τη στολή που φόρεσε ο Κτίστης (δηλαδή την ταπεινοφροσύνη), τον ίδιον τον Χριστό ντύθηκε».

Η φάτνη είναι η ταπεινή καρδιά, που μοναχά σ’ αυτή πηγαίνει και γεννιέται ο Χριστός.

Η Εκκλησία μας φωτοβολά μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Κυρίου. Από μέσα της ακούγεται μια υπερκόσμια υμνωδία, σαν εκείνη που ψέλνανε οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Κύριος, «ήχος καθαρός εορταζόντων».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου